μυγαλῇ

μυγαλῇ
μῡγαλῇ , μυγαλῆ
shrewmouse
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυγαλή — Όνομα διάφορων γιγαντιαίων αραχνών της οικογένειας των αβικουλαριδών της τάξης των αραχνιδών. Οι μ. ζουν στις περιοχές με τροπικό κλίμα και είναι πολυάριθμες κυρίως στη Νότια Αμερική. Ένα από τα μεγαλύτερα είδη είναι η μ. ή αβικουλαρία (mygale ή… …   Dictionary of Greek

  • μυγαλῆ — μῡγαλῆ , μυγαλῆ shrewmouse fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύγαλος — και μυόγαλος, ὁ (Α) η μυγαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μυγαλή, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • εντομοφάγα — Τάξη πλακουντοφόρων θηλαστικών, που οφείλουν την ονομασία τους στο ότι τρέφονται κυρίως με έντομα. Τα ε. είναι πελματοβάμονα ζώα με μάλλον μικρό μέγεθος και χαρακτηρίζονται από ρυγχωτό πρόσωπο, πλούσιο σε θηλίδια αφή. Η οδοντοφυΐα τους είναι… …   Dictionary of Greek

  • μυγαλᾶς — μῡγαλᾶς , μυγαλῆ shrewmouse fem acc pl (attic doric) μῡγαλᾶς , μυγαλῆ shrewmouse fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тиншемет — (ивр. תנשמת‎)  неустановленное точно животное, упоминающееся в Ветхом Завете (оригинальный текст на иврите) в Книге Левит, глава 11, стих 18 и 30; а также во Второзаконии 14 16. Там перечисляются пригодные (кошерные) или непригодные к… …   Википедия

  • Хомет — Тиншемет (ивр. תנשמת‎) неустановленное точно животное, упоминающееся в Ветхом Завете (оригинальный текст на иврите) в Книге Левит, глава 11, стих 18 и 30; а также во Второзаконии 14 16. Там перечисляются пригодные (кошерные) или непригодные к… …   Википедия

  • Bvtvs — i, Βοὺτος, ου, eine Göttinn der Aegyptier, welche unter die ersten acht alten Götter derselben gehöret. Herodot. l. c. sect. 156. Es scheint aber, daß sie dieses Wort in den ältesten Zeiten vielmehr Muto ausgesprochen haben, und es von Mo u ti,… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • λαγόγηρως — λαγόγηρως, ὁ (AM) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «μύξος» 2. είδος ποντικού, η μυγαλή …   Dictionary of Greek

  • μυιαράχνη — η ζωολ. παλαιότερος και εσφαλμένος όρος για τη μυγαλή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”